κιθαριστά

κιθαριστά
κιθαριστά̱ , κιθαριστής
player on the cithara
masc nom/voc/acc dual
κιθαριστής
player on the cithara
masc voc sg
κιθαριστής
player on the cithara
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιθαριστάς — κιθαριστά̱ς , κιθαριστής player on the cithara masc acc pl κιθαριστά̱ς , κιθαριστής player on the cithara masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστάν — κιθαριστά̱ν , κιθαριστής player on the cithara masc acc sg (epic doric aeolic) κιθαριστής player on the cithara masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… …   Dictionary of Greek

  • Βον, Στίβι Ρέι — (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής. Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο της γενιάς του. Μεγάλωσε στον… …   Dictionary of Greek

  • Γκραπελί, Στεφάν — (Stephane Grappelli, Παρίσι 1908 – 1997). Γάλλος μουσικός. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος βιολονίστας της μουσικής τζαζ και ένας από τους λίγους που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν το βιολί τόσο αρμονικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Χανκ — (Hank Williams, 1923 – 1953). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κάντρι (country) μουσικής, είδους εξαιρετικά δημοφιλούς σε μεγάλο τμήμα των ΗΠΑ. Έλαβε τη μουσική του παιδεία από έναν πλανόδιο… …   Dictionary of Greek

  • Γουότερς, Μάντι — (Muddy Waters, 1915 – 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αφροαμερικανού συνθέτη, κιθαρίστα και τραγουδιστή Μακ Κίνλεϊ Μόργκανφιλντ (McKinley Morganfield). Ο Γ. θεωρείται ίσως ο σπουδαιότερος μουσικός μπλουζ του 20ού αι. Αναμόρφωσε την αποκαλούμενη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κλάπτον, Έρικ — (Eric Clapton, Ρίπλεϊ, Αγγλία 1945 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Έρικ Πάτρικ Κλαπ. Από τους πιο προικισμένους λευκούς Βρετανούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Κ. επηρεάστηκε –όπως χιλιάδες νεαροί Άγγλοι της… …   Dictionary of Greek

  • Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”